κοκκινίσει

κοκκινίσει
κοκκινίζω
to be scarlet
aor subj act 3rd sg (epic)
κοκκινίζω
to be scarlet
fut ind mid 2nd sg
κοκκινίζω
to be scarlet
fut ind act 3rd sg

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Нужен реферат?

Look at other dictionaries:

  • αδυσώπητος — η, ο (Α ἀδυσώπητος, ον) [δυσωπῶ] νεοελλ. ασυγκίνητος, ανελέητος, αμείλικτος, σκληρός αρχ. 1. που δεν μπόρεσε κανείς να μεταβάλει την έκφραση τού προσώπου του, δηλ. ο ατάραχος, ο απαθής, ο άκαμπτος 2. αυτός που δεν μπόρεσε κανείς να τόν κάνει να… …   Dictionary of Greek

  • κοκκίνισμα — το [κοκκινίζω] 1. η πράξη και το αποτέλεσμα τού κοκκινίζω, το να γίνει κάτι κόκκινο, ερυθρίαση, ερύθημα 2. το ψήσιμο με λάδι ή βούτυρο, στο τηγάνι ή σε χύτρα, ενός εδέσματος, κυρίως κρέατος, μέχρις ότου αυτό κοκκινίσει, τσιγάρισμα, καβούρντισμα,… …   Dictionary of Greek

  • προφοινίσσω — Α κάνω κάτι να κοκκινίσει προηγουμένως, προκαλώ προηγουμένως ερεθισμό. [ΕΤΥΜΟΛ. < προ * + φοινίσσω «κάνω κάτι κόκκινο»] …   Dictionary of Greek

  • κοκκινοπρόσωπος — η, ο που έχει πρόσωπο κόκκινου χρώματος, που το πρόσωπό του έχει κοκκινίσει από κάποια αιτία …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • πυρώνω — πύρωσα, πυρώθηκα, πυρωμένος 1. μτβ., κάνω κάτι να κοκκινίσει από φωτιά, πυρακτώνω. 2. μτφ., κάνω κάτι να φαίνεται σαν πυρωμένο, του δίνω το κόκκινο χρώμα της φωτιάς: O ήλιος πύρωνε τη θάλασσα. 3. ζεσταίνω κάτι, θερμαίνω: Πύρωνε τα χέρια στη φωτιά …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”